Το διβάρι (ή ιβάρι) είναι παραδοσιακό αλιευτικό εργαλείο της
λιμνοθάλασσας και αφορά τον έλεγχο της μετακίνησης των ψαριών με την τοποθέτηση
ιχθυοφραγμών. Κατασκευάζεται σε σχήμα τραπεζοειδές, το κλείσιμο του οποίου,
όπως και όλων των ιχθυοφραγμών, παλιά γινόταν με καλαμωτές, δηλαδή με καλάμια
και πασσάλους καρφωμένα στον πυθμένα. Σήμερα, οι καλαμωτές έχουν αντικατασταθεί
από πλαστικό πλέγμα με ορθογώνια οπή διαστάσεων περίπου 7mm x 15mm, το οποίο
στηρίζεται σε πασσάλους. Η μικρότερη από τις βάσεις του τραπεζίου η οποία
βρίσκεται προς το μέρος της ανοικτής θάλασσας ονομάζεται «κάψος» και φέρει τις
«πήρες» δηλαδή τις παγίδες σύλληψης των ψαριών. Η μεγαλύτερη πλευρά βρίσκεται
προς το εσωτερικό της λιμνοθάλασσας έχει επίσης «πήρες» στην άκρη και στο μέσο
ένα άνοιγμα, την «κρέμαση» που κλείνει με πόρτα από όπου γίνεται η είσοδος των
ψαριών στο διβάρι και ο εγκλωβισμός τους .
Η αλιευτική εκμετάλλευση των λιμνοθαλασσών στηρίζεται στις
μετακινήσεις των ψαριών. Τα περισσότερα ψάρια κινούνται αντίθετα στο ρεύμα του
νερού με αποτέλεσμα, όταν έχουμε πλημμυρίδα (μπασιά), τα ψάρια που είναι στη
λιμνοθάλασσα να κινούνται προς την θάλασσα και κάποια από αυτά να εισέρχονται
στο διβάρι από την ανοικτή πόρτα της «κρέμασης». Ο ψαράς κλείνει την «κρέμαση»
του διβαριού και τα ψάρια εγκλωβίζονται στο διβάρι. Περιφέρονται μέσα σε αυτό,
αναζητώντας δίοδο διαφυγής με αποτέλεσμα να παγιδεύονται τελικά στις «πήρες».
Όταν έχουμε άμπωτη (ρήχη) τα νερά κινούνται με κατεύθυνση από τη λιμνοθάλασσα
προς τη θάλασσα, ενώ τα ψάρια κινούνται προς το εσωτερικό της λιμνοθάλασσας και
φεύγουν από το διβάρι, αν στο μεταξύ δεν έχουν παγιδευτεί στις μπροστινές
«πήρες» κατά την διάρκεια της μπασιάς και στις πίσω «πήρες», προς την μεριά της
λιμνοθάλασσας, κατά την διάρκεια της ρήχης και όσο η «κρέμαση» είναι κλειστή. Ο
ψαράς ανοίγει περιοδικά την «κρέμαση» προκειμένου να επαναληφθεί η διαδικασία.